γωνιομέτρης

γωνιομέτρης
ο
όργανο μετρήσεως γωνιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου
πρβλ. αγγλ. goniometer, ελληνογενές < γωνία + μέτρο(ν). Η ελλ. λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Διονύσιο Πύρρο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”